πρίων

πρίων
(I)
ο, ΝΑ
το πριόνι
αρχ.
1. είδος χειρουργικού τρυπάνου με οδοντωτό τροχό κατάλληλο για διάτρηση και πριονισμό τού κρανίου
2. ο πριονιστής («ὡς πρίων', ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ' ἀντενέδωκε», Αριστοφ.)
3. ως κύριο όν. Πρίων
παρωνύμιο εμπόρου ξύλων
4. μτφ. πριονοειδής σειρά λόφων
5. φρ. α) «πρίων μαχαιρωτός» — πριόνι χωρίς οδοντωτές εγκοπές, κατάλληλο για την κοπή λίθων
β) «πρίων ὀδόντων» — οδοντωτή σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω» + επίθημα -ων, -ονος (πρβλ. κώδ-ων, πέπ-ων)].
————————
(II)
ὁ, Α
(κωμική λ.)
1. (κατά τον Ησύχ.) «ἀγοράζων»
2. (κατά τον Φώτ.) «ὁ τέμνων τῷ ἀρμένῳ»
3. φρ. «χώ πρίων ἀπῆν»
(στον Αριστοφ.) αυτή η πριονίζουσα λέξη ἀγόρασον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ., η οποία έχει σχηματιστεί από το πρίω, β' εν. προστ. τού ἐπριάμην, αόρ. τού ὠνοῦμαι «αγοράζω» (βλ. λ. πρίαμαι) και αποτελεί λογοπαίγνιο με τη λ. πρίων (Ι) «πριόνι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρίων — πρί̱ων , πρίω pres part act masc nom sg πρίων 1 saw masc nom/voc sg πρίων 1 saw masc nom/voc sg πρίων 2 that rasping word masc nom sg πριόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πριόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριών — ῶνος, ὁ Α (κατά τον Φώτ.) «τὸ ἄρμενον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων (Ι), με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • πριόνεσσι — πρίων 1 saw masc dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριόνων — πρίων 1 saw masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίονα — πρίων 1 saw masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίονας — πρίων 1 saw masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίονες — πρίων 1 saw masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίονι — πρίων 1 saw masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίονος — πρίων 1 saw masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίοσι — πρίων 1 saw masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”